- γεώλοφος
- και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, οΑ και γήλοφον, το)χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφοςαρχ.-μσν.ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένοςαρχ.ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).
Dictionary of Greek. 2013.